- μισόθεον
- μῑσόθεον , μισόθεοςhating the godsmasc/fem acc sgμῑσόθεον , μισόθεοςhating the godsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισόθεος — μισόθεος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί τους θεούς, ασεβής, ανευλαβής («μισάνθρωπον μὲν εἶναί σε... μισόθεον δὲ μηδαμῶς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Θεός (πρβλ. μνησί θεος)] … Dictionary of Greek